Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

«Το Κομπότι στις φλόγες του Μεγάλου Αγώνα»

Του Δημητρίου Γρ. Γιαννούλη
Γιορτάζομε τις εθνικές μας επετείους εντελώς τυπικά και επιφανειακά, μερικές φορές και καπηλευτικά, αδιαφορώντας για το βαθύτερο νόημά τους, αγνοώντας το τι πέρασε αυτός ο τόπος και οι πρόγονοί μας για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι άνθρωποι. Δεν προσεγγίζουμε τις αξίες που εκφράστηκαν και βιώθηκαν μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι της πατρίδας μας και δεν στεκόμαστε με τον ανάλογο σεβασμό απέναντι στην ιστορία και στις μορφές των προγόνων μας που έδωσαν τα πάντα για αυτείνη τη ματοκυλισμένη πατρίδα.
Ας ελπίσουμε ότι αυτή η εκδήλωση να είναι εκδήλωση τιμής και μνήμης γι αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους και έχυσαν το αίμα τους για να λευτερωθεί αυτός ο τόπος.

Θα μου επιτρέψετε να αρχίσω μεταφέροντας τη διήγηση κάποιων γεγονότων που αναφέρει ο Μακρυγιάννης στο πρώτο κεφάλαιο των Απομνημονευμάτων του. Το Πάσχα του 1821, λίγο μετά την έκρηξη της Επανάστασης, συλλαμβάνεται ως ύποπτος και ρίχνεται στις φυλακές του κάστρου της Άρτας, όπου για εβδομήντα πέντε μέρες πέρασε μεγάλους παιδεμούς, όπως τους περιγράφει ο ίδιος. Αφού κατόρθωσε να δραπετεύσει με δωροδοκία, καταφεύγει για προστασία από τις τουρκικές αρχές στο κονάκι ενός μπέη, του Σμαήλμπεη Κόνιτζα, εξαδέλφου του Αλή πασσά. 
Με τον Σμαήλμπεη έρχεται στο Κομπότι όπου ήταν το στρατόπεδο των τουρκικών δυνάμεων και κάθισαν κάμποσες μέρες. Επιστρέφοντας στην Άρτα μαζεύτηκαν στο κονάκι του Σμαήλμπεη οι πασσάδες της Άρτας και οι σερασκέρηδες για να τον δούν, επειδή είχε ασθενήσει και γιατί ο Σμαήλμπεης ήταν άνθρωπος σοφός, δίκαιος και αξιοσέβαστος σε όλους. Στο σημείο αυτό της αφήγησης ο Μακρυγιάννης διασώσει το διάλογο του Σμαήλμπεη με τους άλλους πασσάδες σχετικά με τον ξεσηκωμό των Ελλήνων.
Ήταν καλοκαίρι του 1821. Ο μεγάλος αγώνας για τη λευτεριά της πατρίδας είχε ήδη αρχίσει για τα καλά.
Γράφει: «Μιλεί των πασσάδων κι αλλουνών, οτζάκια της Αρβανιτιάς, τους λέγει: - Πασσάδες και μπέηδες θα χαθούμε! ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβον μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φρατζέσκο. Αδικήσαμεν τον ραγιά κι από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε΄ και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι. Και η αρχή είναι τούτη, οπού θα χαθεί το βασίλειό μας». Τους είπε και άλλα πολλά.
Μαύρισαν πράγματι τα μάτια του ραγιά, μαύρισε η καρδιά του 400 και πλέον χρόνια σκλαβιάς και κατατρεγμού, από την καταπίεση του τούρκου κατακτητή, από τις αδικίες και την περιφρόνηση της ζωής του και σήκωσε κεφάλι και ντουφέκι. Δεν όριζε τη ζωή του, το σπίτι του, την οικογένειά του, το βιός του, την πίστη του. «Η τυραγνία δεν υποφέρονταν πλέον».
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο γράμμα του Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τους Γαλαξειδιώτες: «Τι τη θέλουμε, βρε αδέλφια, αυτή την πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε στη σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων να ακονιέται στα κεφάλια μας; Δεν τηρούμε που τίποτε δε μας απόμεινε; Οι εκκλησιές μας έγιναν τζαμιά και αχούρια των Τούρκων' κανένας δεν μπορεί να πει πως έχει τίποτε δικό του. Οι φαμίλιες μας και τα παιδιά μας είναι στα χέρια και στη διάκριση των κατακτητών…. Δεν πρέπει να σταυρώνουμε τα χέρια και να τηρούμε τον ουρανό. Ο Θεός μας έδωσε χέρια, γνώση και νου. Ας ρωτήσουμε την καρδιά μας και ο,τι μας πει ας το κάνουμε γρήγορα πράξη. Ας είμαστε, αδέλφια, βέβαιοι πως ο Χριστός ο πολυαγαπημένος μας θα βάλει το χέρι απάνω μας. Ό,τι κάνουμε να το κάνουμε μια ώρα αρχίτερα…Στ’ άρματα, αδέρφια' ή να ξεσκλαβωθούμε ή όλοι να πεθάνουμε…». Λευτεριά ή Θάνατος αντήχησε σε όλο το ρωμαίικο που σιγοτραγουδούσε το Θούριο του Ρήγα Φεραίου: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή.»
Μαύρισαν τα μάτια, μαύρισε και η ψυχή του συγχωριανού μας Νικόλαου Σκουφά, που αναγκάστηκε γρήγορα να ξεσπιτωθεί και να ξενιτευτεί και εκεί στην ξενιτιά να οργανώσει και να απλώσει το δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας που προετοίμασε τον αγώνα της λευτεριάς. Ο πόνος για την πατρίδα και ο πόθος της λευτεριάς, όπως του τα δίδαξε ο σοφός διδάσκαλος Γεροστάθης στην εκκλησία του χωριού μας, τον Αι Γιώργη, του έτρωγε τα σωθικά, και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Στον όρκο των Φιλικών που ο ίδιος συνέταξε με τους άλλους πατριώτες αναφέρεται χαρακτηριστικά:





«Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε ω ιερά πλην τρισαθλία Πατρίς. Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα σου. Εις τα ίδια μου δάκρυα χυνόμενα ταύτην την στιγμήν και εις την μέλλουσαν Ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλος εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου.»
Το χωριό μας και η ευρύτερη περιοχή λόγω της θέσεώς του, στη μοναδική διάβαση Ρούμελης-Ηπείρου, βρέθηκε από τις πρώτες μέρες του αγώνα στα πυρά του πολέμου και πλήρωσε ακριβά το τίμημα της εξέγερσης σε έμψυχο και άψυχο υλικό.
Δύσκολες μέρες για το χωριό μας υπήρξαν και παλιότερα, όταν οι τουρκικές δυνάμεις περνούσαν από εκεί καταπατώντας τα προνόμια που είχε ως ελευθεροχώρι υπαγόμενο απευθείας στη Βαλιδέ Σουλτάνα. Αναφέρουμε τις περιπέτειες από το Σουλειμάν αγά του Μαργαριτίου τον Αύγουστο του 1759, την υπαγωγή του με δόλιο τρόπο στο Μουχτάρ πασά, γιό του Αλή, στα 1803 και την καταστροφή από τις ορδές του Πεχλιβάν πασσά στα 1820, που περνώντας για τα Γιάννενα εναντίον του Αλή, έκαψε το χωριό. Την καταστροφή του χωριού στα χρόνια αυτά την αναφέρει ο Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός του πυροβολικού Μάξιμος Ρευμπώ. Γράφει: «Εφθάσαμε εις χώραν τελείως κατεστραμμένη υπό του πολέμου όστις κυρίως ηρείμωσεν το Κομπότι. Το χωρίον τούτο είναι δια τα ύδατά του και την δι αυτών άρδευσιν το τερπνότερον των πέριξ. Αλλά δηωθέν και πυρποληθέν υπό των ορδών του Πεχλιβάν πασσά ηρειμώθη καθ’ ολοκληρίαν, οι δε κάτοικοί του απεσύρθησαν εις Ξηρόμερον και Μεσολόγγιον».
Η επανάσταση στην περιοχή της Άρτας ξεκίνησε στις 15 Μαίου του 1821 με την ευλογία των όπλων από τον ηγούμενο της μονής του Αγίου Γεωργίου Βουργαρελίου Χριστοφόρο. Κατά το πρώτο έτος του αγώνα, όπως αναφέραμε, στην περιοχή μας είχαν το στρατόπεδό τους οι τουρκικές δυνάμεις για να ελέγχουν την περιοχή. Το γεγονός αυτό αποτελούσε και την αφορμή για να αρχίσουν και να γίνονται συχνές συμπλοκές.
Στις 28 Μαίου λίγοι έλληνες νίκησαν έξω από το χωριό το στρατό του Ισμαήλ πασσά Πλιάσα, τον εμπόδισαν να κατευθυνθεί προς καταστολή της επανάστασης στη Ρούμελη και τον ανάγκασαν να επιστρέψει στο Κομπότι.
Στις 30 Μαίου ο Γεώργιος Καραισκάκης και ο Γιαννάκης Κουτελίδας με 40 παλληκάρια επιτίθονται στον τουρκικό στρατό του Ισμαήλ Πλιάσσα και πολέμησαν αρκετές ώρες «χωρίς να βλαφθή ούτε το ’να μέρος ούτε τα’ άλλο». Οι ίδιοι οπλαρχηγοί μαζί με άλλους Ακαρνάνες οπλαρχηγούς στις Ιουνίου επιτίθονται και πάλι στον τουρκικό στρατό, τμήμα του οποίου κατείχε την οχυρή θέση στην ερειπωμένη μονή της Ευαγγελίστριας. Οι τούρκοι κυνηγημένοι κατηφορίζουν προς το χωριό, ενώ ο Καραισκάκης «περιπαίζοντας τους τούρκους τους γύρισε τον κώλο και πληγώθη εις την φύση».







Ο χώρος που τραυματίστηκε ο Καραισκάκης έκτοτε ονομάστηκε προς τιμήν του πλατεία Καπετάνιου και τα νεότερα χρόνια στήθηκε αναμνηστική στήλη. Σήμερα με φροντίδα της Δημοτικής μας αρχής ο χώρος διαμορφώθηκε καλύτερα και στήθηκε η προτομή του Καπετάνιου, τα αποκαλυπτήρια της οποίας έγιναν τον περασμένο Οκτώβριο.





Η μεγαλύτερη όμως μάχη δόθηκε στις 18 Ιουνίου, όταν ο τουρκικός στρατός ξεκινώντας από το Κομπότι επιτίθεται στους έλληνες που κρατούσαν τα στενά του Μακρυνόρους. Η μάχη γίνεται στην περιοχή της Λαγκάδας με βαριές απώλειες των τούρκων. Γράφει ο Μακρυγιάννης «πολέμησαν σαν λιοντάρια τούρκοι και έλληνες περίτου από οχτώ ώρες και σκοτώθηκαν εκεί, απάνου από χίλιοι τούρκοι, και ήταν τα κουφάρια τους ένα χρόνο άλυτα, ξεράθηκαν. Και τους πήραν ομπρός οι έλληνες με τα μαχαίρια και τους πήγαν κυνηγώντας ως το Κομπότι, σκοτώνοντας και παίρνοντας λάφυρα». Τη νίκη αυτή ο Μακρυγιάννης την αποδίδει στο χέρι του Θεού, γιατί όπως γράφει: «η αδικία όσο και να κάμει η ανδρεία, νικιέται ότι βγήκαν από του Θεού τον δρόμο οι τούρκοι», ενώ «οι έλληνες ορκίστηκαν να δουλέψουν δια θρησκεία και πατρίδα και δεν τους κόλαγε μολύβι, ούτε σπαθί' έλληνας δεν σκοτώθη κανένας».
Οι τούρκοι εγκατέλειψαν το χωριό το οποίο περιήλθε στα χέρια των ελλήνων. Τον Αύγουστο οι Βαλτηνοί έπνιξαν με μπαμπεσιά στο ποτάμι του Αννίνου πολλούς τούρκους, γεγονός που θεωρήθηκε ιδιαίτερα απάνθρωπο και καταδικάστηκε από το Μακρυγιάννη και τους έλληνες οπλαρχηγούς.
Κατά τα πολεμικά γεγονότα του δεύτερου χρόνου της επανάστασης το Κομπότι βρέθηκε και πάλι στο επίκεντρο των συγκρούσεων. Ο στρατηγός Κανέλλος Δεληγιάννης, που πολέμησε εδώ, εξιστορεί με λεπτομέρειες τα γεγονότα των ημερών: «στις 7 Ιουνίου κατελάβομεν το Κομπότι έγινε η ανασυγκρότηση των στρατευμάτων και συνάχτηκαν σχεδόν επτά χιλιάδες στρατιώτες με επικαφαλής τους καπεταναίους Βαρνακιώτην, Γώγο, Κουτελίδα, Ίσκο, Τζιόγκα, Δημοτσέλο, Βλαχόπουλο, Ράγκο, Μακρή, Στραταίους», και μετά δύο μέρες ήλθε και ο Μαυροκορδάτος με τον Καρατάσιον, τον Γάτσιον και τους Γριβαίους. «Εγώ, γράφει, μετά του Βαρνακιώτου κατελάβομεν την εκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου, η οποία είχε μικρόν περιτείχισμα και εις της οποίας την στέγην εκάμαμεν και εις τα τέσσερα μέρη ταμπούρια με τα κεραμίδια, ωχυρώσαμεν και το κωδωνοστάσιον εις την μέσην και επάνω εις την καμπάνα και εβάλαμεν είκοσι στρατιώτας, ώστε αυτά τα δύο υψηλά οχυρώματα εφύλαττον και υπερασπίζοντο το ήμισυ του χωρίου εκείνου. Εθέσαμεν και εκατόν στρατιώτες εις την ηρειπωμένην μονήν της Ευαγγελιστρίας άνωθεν του χωρίου, εις θέσιν οχυράν. Ο Γιατράκος και ο Βλαχόπουλος και άλλοι καπεταναίοι κατέλαβον τρεις πύργους και τινας δυνατάς οικίας εις το επάνω μέρος του χωρίου. Ο Μαυροκορδάτος με τον Βότσαρην, Γριβαίους, Τσόγκαν, Δημοτσέλιον και άλλους με το τακτικόν, τους Φιλλέληνας και Κεφαλλήνας κατέλαβον την συνοικίαν (μαχαλάν) του Χαβέλα όλην και οχυρωθήκαμεν άπαντες καλώς ώστε εν περιπτώσει αποκλεισμού να πολεμήσωμεν αμυντικώς».
Στο σημείο αυτό να υπογραμμίσω την πληροφορία που δίνει ο στρατηγός Δεληγιάννης για την ύπαρξη στο χωριό μεγάλων σπιτιών και οχυρωματικών πύργων.
Ο τουρκικός στρατός με δυο χιλάδες πεζούς και χίλιους ιππείς ήρθε από την Άρτα υπο τον Κιουταχή, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Αχμέτ Πλιάσσα. Οι Έλληνες βγήκαν από τις οχυρωμένες θέσεις και μετά από δίωρη μάχη τους έτρεψαν σε φυγή. Στη μάχη διακρίθηκε για τη γεναιότητά του ο φιλλέληνας συνταγματάρχης Δανιάν. Ο τουρκικός στρατός με λίγες απώλειες ανασυντάχτηκε και ξαναεπιτέθηκε. Η αντίσταση ήταν ηρωική και στη μάχη διακρίθηκαν οι Φιλέλληνες και οι Κεφαλλήνες και οι δύο γενναίοι συνταγματάρχες ο Δανιάν και ο Τορέλα.Κυνήγησαν τους Τούρκους μέχρι την Άρτα. Οι απώλεις για τους τούρκους ήταν πάνω από 150 νεκροί και πολλοί τραυματίες, ενώ για τους Έλληνες 18 νεκροί, μεταξύ των οποίων 1 φιλέλληνας, δύο Κεφαλλήνες, 5 Ρουμελιώτες και 20 τραυματίες.
Την μάχη αυτή περιγράφει και ο Μάξιμος Ρευμπώ ο οποίος δίνει και το χάρτη του αγώνα με τις οχυρωμέες θέσεις. Εξιστορεί τη μάχη και την ανδρεία των ελλήνων και φιλελλήνων καθώς και την καταδίωξη των τούρκων μέχρι την Άρτα. Εκεί ανέφεραν στους διοικητάς τους «ότι μεγάλη δύναμις γκιαούρηδων ως 1000, εν οις πλείστοι Φράγκοι, κατέλαβον το Κομπότιον».
Στη συνέχεια ο Ραυμπώ εξιστορεί τη μάχη και την καταστροφή του Πέτα στις 4 Ιουλίου 1822 και συμπληρώνει: «Αλλ’ ενώ ταύτα διεδραματίζοντο εν Πέτα, το Κομπότιον εφαίνετο κεκαλυμμένον υπό των φλογών. Χίλιοι περίπου Αλβανοί είχον διευθυνθεί προς αυτό. Ο δε εκεί ευρισκόμενος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, οχυρωθείς εν τη περιζωσμένη εκκλησία της Ευαγγελιστρίας, απώθησε μεν τους εχθρούς το πρώτον, αλλ’ ύστερον ηναγκάσθη να απέλθει, εγκαταλειπών την χώραν εις την διάθεσην των πολεμίων. Και ούτω το άλλοτε πλούσιον και τερπνόν Κομπότιον κατέστη βράχος ξηρός και ερείπιον».





Ο ναός της Ευαγγελίστριας γκρεμίστηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς. Το παλιό καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου το οποίο κατά τις μαρτυρίες αυτές ήταν ψηλό και πυργοειδές, ηπειρώτικης τεχνοτροπίας, γκρεμίστηκε. Στα ερείπια του καμπαναριού αυτού οι πρόγονοί μας έκτισαν το 1926 το σημερινό καμπαναριό. Η εκκλησία πυρπολήθηκε και έπαθε πολλές ζημιές. Κάηκε η οροφή, το παλιό τέμπλο και γκρεμίστηκαν τα χαγιάτια, οι στοές, στη βόρεια και νότια πλευρά του ναού. Να μακαρίσουμε τους προγόνους μας οι οποίοι πρόλαβαν να απομακρύνουν από το ναό όσα κινητά πράγματα μπορούσαν. Έτσι σώθηκαν οι 9 φορητές παλιές εικόνες του ναού και τα βημόθυρα.
Στην περιοχή του Αγίου Νικολάου στα Αμπέλια ήταν το στρατόπεδο-νοσοκομείο των τραυματιών του πολέμου ελλήνων και φιλελλήλων και εκεί έθαψαν και τους πεσόντας στη Μάχη του Πέτα έλληνες και φιλέλληνες. Τα μνημεία και τα ιερά οστά των μαρτύρων αγωνιστών, επώνυμων και ανώνυμων, δυστυχώς από άγνοια πιστεύω πετάχτηκαν, όταν κατά τα τελευταία χρόνια έγινε η διαμόρφωση του σημερινού γηπέδου.
Το 1829 το χωριό κατακαίεται και πάλι από τους έλληνας αυτή τη φορά οπλαρχηγούς του Βάλτου, Ιωάννη Ράγγο και καπετάν Φόγγα με το πρόσχημα ότι δεν τους φιλοξένησαν. Το χωριό παραδόθηκε στις φλόγες εκτός του «τότε νεωστί αναγειρομένου Ναού» κατά τον λόγιο Μητροπολίτη Άρτης Σεραφείμ Ξενόπουλο, ο οποίος έγραψε το σημαντικότατο «Ιστορικόν Δοκίμιον περί Άρτης και Πρεβέζης». Την εποχή αυτή οι πρόγονοί μας πιθανότατα επισκεύαζαν το ναό από τις καταστροφές που είχε πάθει από τα πολεμικά γεγονότα του 1821-22.
Με το Πρωτόκολλον του Λονδίνου (22 Ιανουαρίου 1830) και τη σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως (21 Ιουλίου 1832) καθωρίστηκαν τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους, και με τη συνθήκη του Κελεντέρ Κιόσκ οριοθετούνταν η γραμμή των συνόρων των δύο πλέον κρατών Ελλάδος και Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Αμβρακικός-Παγασιτικός κόλπος). Το Κομπότι παρά τους αγώνως και τα δεινά που υπέστη παρέμεινε λίγα μόνο μέτρα μακρυά από την ελευθερία μέσα στο τουρκικό έδαφος. Δεν μπορούμε σήμερα να καταλάβουμε τι σημαίνει να αγναντεύεις από την πλατεία του χωριού και από τους εξώστες των σπιτιών μας την ελεύθερη πατρίδα και συ να μένεις, μετά από τόσους αγώνες, τόσο αίμα, τόση φωτιά στη σκλαβιά. Εξήντα χρόνια σκλαβιάς θα υπομείνει ακόμα η περιοχή μας.
Στα σύνορα κτίστηκαν τα τουρκικά φυλάκια, οι κούλιες, που όριζαν τα σύνορα και περιόριζαν την ελευθερία. Πρόκειται για σημαντικά κτίσματα με θαυμάσια αρχιτεκτονική και ιστορική σημασία, και αποτελούν μικρογραφία του Λευκού πύργου της Θεσσαλονίκης. Σώζεται ολόκληρη η κούλια στο Πλατύ με αρκετά στατικά προβλήματα, σε καλύτερη κατάσταση η κούλια στην περιοχή παλιοκούλια και σχεδόν κατεστραμένη η κούλια στον Άγριλλο. Στον προφήτη Ηλία κατασκευάστηκαν οχυρά πυρυβολία, οι ντάπιες, ενώ στη γέφυρα του Αννίνου, που είχε έδρα ο ελληνικός στρατός, κτίζεται φυλάκιο, τα ερείπια του οποίου διασώζονται μέχρι σήμερα.
Οι ελπίδες για λευτεριά φούντωσαν και πάλι κατά την λεγόμενη επανάσταση της Άρτας το 1854. Η περιοχή ήταν ανάστατη από τη σκληρή και απάνθρωπη διοίκηση του αλβανού Σουλειμάν μπέη Φράσαρη. Στις 19-20 Ιανουαρίου οι επαναστάτες ελευθερώνουν το χωριό και εκδιώκουν την τουρκική φρουρά υπό τον Ισμαήλ Φράσαρη. Την Κυριακή 24 Ιανουαρίου γίνεται δοξολογία στον ναό του Αγίου Γεωργίου και ο ιερέας Νικόλαος Ασπρογέρακας ομιλεί στο εκκλησίασμα και τους επαναστάτες για το δίκαιο και τη σημασία του αγώνα. Στις 6 Φεβρουαρίου καταφθάνει στο χωριό ο γηραιός στρατηγός Ιωάννης Ράγκος και την άλλη μέρα οι οπλαρχηγοί σε σύναξη εκλέγουν ομόφωνα αρχηγό του αγώνα τον Θεόδωρο Γρίβα. Στις αρχές Μαρτίου του 1854 στο χωριό στρατοπεδεύει επτανησιακό σώμα 712 ανδρών και ομάδα φοιτητών υπό τον Κίτσο Τζαβέλλα. Αρχές Απριλίου καταφθάνει και ο Θέμελης με 4 πυροβόλα και 250 ακόμα άνδρες. Η διχόνοια όμως των Ελλήνων και η επέμβαση των ξένων δυνάμεων καταστέλουν την επανάσταση και το Κομπότι μετά από μάχη που δόθηκε στις 15 Απριλίου πέφτει και πάλι στα χέρια των εξαγριωμένων Τούρκων και παραδίδεται στις φλόγες, καθώς και το άλλο επαναστατικό χωριό το Πέτα. Είναι η τρίτη φορά που το Κομπότι παραδίδεται στις φλόγες.
Αλλ’ ενώ δόθηκαν τόσες μάχες και χύθηκε τόσο αίμα στον τόπο μας η λευτεριά του χωριού μας επρόκειτο να γίνει κατόπιν συμφωνίας και με απόφαση των μεγάλων δυνάμεων στο Συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούλιο του 1878. Η απόφαση, διαφοροποιημένη, υλοποιήθηκε τρία χρόνια αργότερα με τη σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως στις 24 Μαίου 1881. Στο ελληνικό κράτος δίδονται οι περιοχές της Θεσσαλίας και απο την Ήπειρο η Άρτα και καθορίζονται τα νέα σύνορα των δύο κρατών, ο ρους του ποταμού Αράχθου μέχρι τις εκβολές του δυτικά, και ανατολικά μέχρι τα νερά του Θερμαικού κόλπου, κοντά στον Πλαταμώνα.



Έτσι στις 23 Ιουνίου του 1881 και περί ώρα 5η απογευματινή, μετά από σκλαβιά 432 χρόνων ο ελληνικός στρατός μπαίνει θριαμβευτικά στο Κομπότι. Δεν μπορούν με λόγια να περιγραφούν οι σκηνές ενθουσιασμού και συγκίνησης των προγόνων μας που γεύονται πιά τη χαρά της ελευθερίας. Με κωδωνοκρουσίες και δοξολογία στο μπαρουτοκαπνισμένο ιστορικό μας ναό του Αγίου Γεωργίου επισφραγίζεται η οριστική απελευθέρωση του χωριού μας.
Χρέος, τιμή και δόξα ανήκουν σε όλους όσους έχυσαν το αίμα τους για την λευτεριά της πατρίδας μας ανάμεσα σ’ αυτούς και στους επώνυμους και ανώνυμους συγχωριανούς μας, που τόσα τράβηξαν για διασώσουν, από γενιά σε γενιά, άσβεστη την αγάπη για την πατρίδα και τον πόθο της ελευθερίας.
«Πατρίδα, λέει ο Μακρυγιάννης, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς ελεύτερη πατρίδα, όπου ήσουνα χαμένη και σβυσμένη από τον κατάλογον των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις».
Χρέος σε μας τους νεότερους να σεβόμαστε την ιστορία μας, να τιμούμε τους ήρωες μας, όχι μόνο με λόγους και γιορτές, αλλά κυρίως να αντιγράφουμε τις αξίες και το παράδειγμά τους και πάνω από την ιδιοτέλειά μας να βάζουμε αξίες, στόχους και οράματα που θα μπορούν να εξασφαλίζουν την ελευθερία μας ως προσώπων και την ιδιοπροσωπία μας ως έθνους.

Ο Ανδριάντας του Ιδρυτού της Φιλικής Εταιρείας Νικολάου Σουφά στο Κομπότι της Άρτας




Ο Ανδριάντας του Αρχιστρατήγου Γεωργίου Καραισκάκη στο σημείο όπου τραυματίστηκε στη θέση Πλατεία Καπετάνου στο Κομπότι της Άρτας

Ο Τάφος του Μεγάλου Φιλικού Γεροστάθη στον περίβολο του Παλαιού Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου στο Κομπότι της Άρτας


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...